- δυσβάυκτος
- δυσβάϋκτος, -ον (Α)φρ. «δυσβάϋκτος αὐδά» — θρηνώδης φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσβάυκτον — δυσβάϋκτον , δυσβάυκτος masc/fem acc sg δυσβάϋκτον , δυσβάυκτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)